- ἀκεστορίς
- ἀκεστορίςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακέστωρ — (5ος αι. π.Χ.). Έλληνας τραγικός ποιητής που διακωμωδείται από τον Αριστοφάνη. Έργα του δεν διασώθηκαν, ούτε σε αποσπάσματα. * * * ἀκέστωρ ( ορος), ο, θηλ. ακεστορίς (Α) ο ακεστήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀκεστορία] … Dictionary of Greek
κλειτορίδα — Μικρό όργανο, δεκτικό στύσης, στο πάνω μέρος του αιδοίου. Χαρακτηριστικό της γυναίκας και των θηλυκών θηλαστικών, αντιστοιχεί κατά κάποιον τρόπο στο ανδρικό πέος. Η κατασκευή της είναι όμοια με εκείνη των σηραγγωδών σωμάτων του πέους και… … Dictionary of Greek